O Κώστας και η Αννα ήταν κι οι δυο ασθενείς σε ψυχιατρική κλινική.
Μια μέρα κι ενώ περπατούσαν δίπλα στην πισίνα της κλινικής, ο Κώστας χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, πηδάει στα άπατα. Βυθίζεται στον πυθμένα της πισίνας και μένει εκεί. Αμέσως η Αννα πηδάει για να τον σώσει.
Κολυμπάει μέχρι τον πυθμένα, σέρνει τον Κώστα έξω από την πισίνα και τον πηγαίνει στο δωμάτιό του.
Όταν ο διευθυντής της κλινικής μαθαίνει για την ηρωική πράξη της Αννας, δίνει αμέσως εντολή να της δοθεί εξιτήριο, κρίνοντας πως έχει επανακτήσει την ψυχική της ισορροπία. Πάει λοιπόν στην Αννα και της λέει,
«Έχω καλά κι άσχημα νέα. Τα καλά νέα είναι ότι φεύγεις από εδώ, γιατί αντέδρασες πολύ λογικά σε μια κρίση. Με το να πηδήξεις μέσα στην πισίνα και να σώσεις τη ζωή ενός άλλου ασθενή, απέδειξες ότι είσαι ένα ψυχικά υγιές άτομο. Τα άσχημα νέα είναι ότι ο Κώστας, που έσωσες, κρεμάστηκε στο μπάνιο με τη ζώνη της ρόμπας του, αμέσως μετά από τη διάσωσή του. Λυπάμαι, αλλά είναι νεκρός.»
Και η Αννα απαντά, «Δεν κρεμάστηκε μόνος του. Τον έβαλα εκεί για να στεγνώσει. Πότε φεύγω;»